Ο Έκτορας Μποτρίνι μας μιλάει για το παγκόσμιο τηλεοπτικό hit, που κάνει την ελληνική του πρεμιέρα στις 5/3 στον Αnt1, κι όπου είκοσι μάγειρες θα αναμετρηθούν υπό το αυστηρό βλέμμα του, σε συνθήκες κανονικού εστιατορίου, ανοικτού στο κοινό.
Είναι από τις λίγες φορές που μια τηλεοπτική εκπομπή με γενέτειρα την Αγγλία κάνει καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες και… αποδεικνύεται καλύτερη. Το «Hell’s Kitchen» διέσχισε τον Ατλαντικό το 2005 και ήδη έχει στο ενεργητικό του δεκαεπτά ολόκληρες σεζόν στο κανάλι FOX, με κεντρικό πρόσωπο τον συχνά μαινόμενο επί της οθόνης Gordon Ramsay, που στις αρχές του χρόνου άνοιξε στο Λας Βέγκας ένα αληθινό εστιατόριο ονόματι «Hell’s Κitchen», το οποίο, με 12.000 κρατήσεις τις πρώτες δέκα ημέρες λειτουργίας, εξαργύρωσε και με το παραπάνω τη φήμη του σόου, βάζοντας στο μενού κι ένα beef Wellington, του οποίου η παρασκευή υπήρξε μία από τις αγαπημένες του δοκιμασίες.
Την ιταλική βερσιόν δεν έχει τύχει να τη δω, οπότε δεν ξέρω αν η αντίστοιχη μικρή εμμονή είναι μια cotoletta alla Milanese. εκεί πάντως οι διαγωνιζόμενοι σεφ έρχονται αντιμέτωποι με τον κορυφαίο σεφ του Μιλάνου Carlo Cracco. Όσο για την ελληνική εκδοχή της δημοφιλούς μαγειρικής σειράς, η οποία την τελευταία δεκαετία έχει προβληθεί σε όλο τον κόσμο, κι έχει γίνει ακόμη και videogame, ξεκινά τη Δευτέρα 5/3 στις 9 μ.μ. στον ΑΝΤ1 με κεντρική φιγούρα τον Έκτορα Μποτρίνι. Οι αιτήσεις συμμετοχής έφτασαν τις 4.000 κι έπειτα από επιμελές σκανάρισμα βιογραφικών και μια σειρά μαγειρικά τεσταρίσματα, οι είκοσι τελικοί επιλαχόντες, δέκα άντρες και δέκα γυναίκες, είναι έτοιμοι για on camera αναμέτρηση σε μια προσομοίωση κανονικού εστιατορίου.
Τι λέει ο Μποτρίνι για την «κόλαση»
«Gordon ή Carlo;» είναι το πρώτο που ρωτάω. «O Ramsay είναι πιο εκρηκτικός, πιο κοντά στα αμερικάνικα πρότυπα τηλεθέασης. Ο Cracco είναι πιο εκλεπτυσμένος, έχει άλλη παιδεία, σφάζει με το γάντι. Είναι πιο κοντά στη δική μου αισθητική», μου λέει ο Έκτορας Μποτρίνι. «Δεν είμαι πάντως εγώ ο πρωταγωνιστής. Πρωταγωνιστές είναι οι παίκτες, όλοι τους επαγγελματίες μάγειρες», συνεχίζει, υπογραμμίζοντας ότι η αναμέτρηση θα είναι ζόρικη, καθώς οι συμμετέχοντες, χωρισμένοι σε δύο ομάδες και μοιρασμένοι σε (εναλλασσόμενα) πόστα, θα έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολες συνθήκες αλλά και την κριτική του γνωστού σεφ και του κοινού.
Στα τραπέζια του «Hell’s Kitchen» θα κάθονται κανονικοί πελάτες, οι οποίοι θα δίνουν παραγγελία – ορεκτικό, κυρίως πιάτο κι επιδόρπιο – και θα πρέπει να φάνε καλά και στην ώρα τους. Ο sous chef του Έκτορα, ο Νίκος Μπίλλης, έχει αναλάβει το team των γυναικών και η Κωνσταντίνα Διβόλη, μια αξιόλογη νέα σεφ που έχει βρεθεί στις κουζίνες σπουδαίων εστιατορίων όπως το «Μugaritz» και το «Azurmendi» κι έχει συνεργαστεί μαζί τους στο «Botrini’s», θα είναι υπεύθυνη για την ομάδα των αντρών. Στην οργάνωση της παραγωγής ο Ιταλός Pino Saccheri, τον οποίο θα δούμε κάποια στιγμή και στην οθόνη σε ρόλο master του ψαριού.
Το έπαθλο των € 30.000 και μια θέση στο βραβευμένο με Χρυσό Σκούφο και αστέρι Michelin «Botrini’s» είναι προφανώς ισχυρό κίνητρο για έναν νεαρό μάγειρα, είναι όμως και μια ευκαιρία να τεστάρει τις δυνατότητές του. Ο σεφ επισημαίνει ότι δεν είναι εύκολο να βρίσκεσαι μπροστά σε κάμερες και, έχοντας ταυτόχρονα την πίεση του χρόνου, να πρέπει να αυτοσχεδιάσεις. Και οι προσωπικές φιλοδοξίες όμως μπορεί να δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις. Δεδομένου ότι η τηλεόραση αγαπάει τις εντάσεις, αναρωτιέμαι αν στον ρόλο του καθοδηγητή, που θα παίρνει τις τελικές αποφάσεις για το ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη και τις ψήφους των συνδαιτυμόνων, θα… κρατάει όντως μαχαίρι και αν του αρέσει ο ρόλος του κακού. «Απ’ όσα έχετε δει μέχρι τώρα επί της οθόνης τίποτα δεν είναι ψεύτικο. Άμα τα πάρω, τα παίρνω. Αν δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις, δεν θα σε φάει ο Μποτρίνι. Θα σε βγάλει εκτός το ίδιο το σύστημα», απαντάει.
Και συνεχίζει: «Καμιά φορά η τηλεόραση κλέβει. Αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν έχει γεύση. Δεν έχει οσμή. Ένα όμορφο πιάτο δεν είναι απαραίτητα και νόστιμο. Οι τηλεοπτικές μαγειρικές μπορεί να πυροδοτούν το ενδιαφέρον για τη γαστρονομία και να αναδεικνύουν γκουρού, αλλά το τελικό τεστάρισμα είναι όταν ο κόσμος δοκιμάσει την κουζίνα ενός σεφ και κρίνει», για να καταλήξει ότι στην προκειμένη αυτό μπορεί να γίνει ταυτόχρονα με το γύρισμα. «Η ιδέα που έχει κάθε μάγειρας για τον εαυτό του, η άποψη του κόσμου και η πραγματικότητα μπορεί να είναι τρία διαφορετικά πράγματα. Εκεί αναγκαστικά θα φανούν όλα. Είναι μεν τηλεόραση, είναι όμως ταυτόχρονα και πραγματικές συνθήκες εργασίας, δεν έχεις τη δυνατότητα να ωραιοποιήσεις κάτι. Αν το πιάτο είναι ατελές ή αν περιμένεις μιάμιση ώρα για να φας, κάτι θα έχει πάει λάθος». Το εστιατόριο του «Hell’s Kitchen» θα δέχεται κρατήσεις. Όσοι φιλοπερίεργοι, ραντεβού στην… κόλαση για δείπνο.